- ἐλεύθερος
- ἐλεύθερος, α, ον свободный; благородный
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
ἐλεύθερος — free masc nom sg ἐλεύθερος free masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελεύθερος — και λεύθερος και λεύτερος, η, ο (AM ἐλεύθερος, α, ον και ἐλεύθερος, ον) 1. αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον, που δεν υπόκειται στην εξουσία άλλου 2. (για τόπο ή χώρα) εκείνος που δεν υπάγεται σε ξένη εξουσία, δεν βρίσκεται υπό ξένη κυριαρχία ή… … Dictionary of Greek
Ελεύθερος Άνθρωπος — Τίτλος εφημερίδων. 1. Ημερήσια αθηναϊκή εφημερίδα που κυκλοφόρησε την περίοδο 1918 20. 2. Ημερήσια αθηναϊκή εφημερίδα που κυκλοφόρησε το 1930 με διευθυντή τον Κ. Αθάνατο … Dictionary of Greek
Ελεύθερος Κόσμος — Καθημερινή αθηναϊκή εφημερίδα που κυκλοφόρησε στο διάστημα 1966 82. Ιδρύθηκε από τον Σ. Κωνσταντόπουλο … Dictionary of Greek
Ελεύθερος Τύπος — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων. 1. Καθημερινή αθηναϊκή εφημερίδα, με εκδότη τον Α. Καβαφάκη. Η κυκλοφορία της υπήρξε βραχύβια (1916 17). 2. Ημερήσια εφημερίδα της Σμύρνης στη Μικρά Ασία, που ιδρύθηκε το 1918. Ο τίτλος της αναγραφόταν και στα τουρκικά … Dictionary of Greek
Εἰ σῶμα δουλον, ἀλλ’ ὁ νοῦς ἐλεύθερος. — См. Дух бодр, плоть же немощна … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μαγνητισμός, ελεύθερος — Ένα υποθετικό μαγνητικό ρευστό στο οποίο συμβατικά αποδίδονται οι μαγνητικές ιδιότητες ενός μαγνήτη. Σε έναν ραβδόμορφο μαγνήτη, ο ε.μ. θεωρείται συχνά ότι είναι συγκεντρωμένος στους πόλους του, αλλά μπορεί να μελετηθεί και η πραγματική κατανομή… … Dictionary of Greek
ἐλευθερώτερον — ἐλεύθερος free adverbial comp ἐλεύθερος free masc acc comp sg ἐλεύθερος free neut nom/voc/acc comp sg ἐλεύθερος free masc acc comp sg ἐλεύθερος free neut nom/voc/acc comp sg ἐλεύθερος free adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθερωτάτων — ἐλεύθερος free fem gen superl pl ἐλεύθερος free masc/neut gen superl pl ἐλεύθερος free fem gen superl pl ἐλεύθερος free masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθερώτατον — ἐλεύθερος free masc acc superl sg ἐλεύθερος free neut nom/voc/acc superl sg ἐλεύθερος free masc acc superl sg ἐλεύθερος free neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθέρω — ἐλεύθερος free masc/neut nom/voc/acc dual ἐλεύθερος free masc/neut gen sg (doric aeolic) ἐλεύθερος free masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐλεύθερος free masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἐλευθερόω set free pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)